- ῥυμοτομεῖται
- ῥυμοτομέωdividepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυμοτομώ — ῥυμοτομῶ, έω, ΝΜΑ τέμνω πόλη σε ρύμες, χαράζω, διανοίγω δρόμους, σχηματίζω πλατείες, πάρκα και οικοδομικά τετράγωνα σε μια πόλη αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ῥυμοτομεῑται εἰς ὀρθὸν κόπτεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + τομῶ (< τόμος < τόμος … Dictionary of Greek